πιστικός

πιστικός
(I)
-ή, και -ιά, -ό / πιστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστη, πιστός
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) ο πιστικός και η πιστικιά
ο μπιστικός, μισθωτός, βοσκός, τσοπάνος
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. έμπιστος υπάλληλος
αρχ.
1. γνήσιος
2. πειστικός
3. το αρσ. ως ουσ. πλοίαρχος εμπορικού πλοίου.
επίρρ...
πιστικῶς Α
με πίστη, εμπιστοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίστις. Ο νεοελλ. τ. πιστικός «βοσκός» < πιστός κατά το σχήμα αφέντης: αφεντικός].
————————
(II)
-ή, -όν, Α [πιστός (II)]
1. πόσιμος
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που βρίσκεται σε υγρή κατάσταση, υγρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πιστικός — 1 liquid masc nom sg πιστικός 2 faithful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστικός — ο (από το πιστός), ο μισθωτός τσομπάνος, ο πληρωμένος υπηρέτης, αλλιώς μπιστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιστικά — πιστικός 1 liquid neut nom/voc/acc pl πιστικά̱ , πιστικός 1 liquid fem nom/voc/acc dual πιστικά̱ , πιστικός 1 liquid fem nom/voc sg (doric aeolic) πιστικός 2 faithful neut nom/voc/acc pl πιστικά̱ , πιστικός 2 faithful fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστικώτερον — πιστικός 1 liquid adverbial comp πιστικός 1 liquid masc acc comp sg πιστικός 1 liquid neut nom/voc/acc comp sg πιστικός 2 faithful adverbial comp πιστικός 2 faithful masc acc comp sg πιστικός 2 faithful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστικωτάτων — πιστικός 1 liquid fem gen superl pl πιστικός 1 liquid masc/neut gen superl pl πιστικός 2 faithful fem gen superl pl πιστικός 2 faithful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστικῶν — πιστικός 1 liquid fem gen pl πιστικός 1 liquid masc/neut gen pl πιστικός 2 faithful fem gen pl πιστικός 2 faithful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστικόν — πιστικός 1 liquid masc acc sg πιστικός 1 liquid neut nom/voc/acc sg πιστικός 2 faithful masc acc sg πιστικός 2 faithful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστικώτατα — πιστικός 1 liquid adverbial superl πιστικός 1 liquid neut nom/voc/acc superl pl πιστικός 2 faithful adverbial superl πιστικός 2 faithful neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστικώτατον — πιστικός 1 liquid masc acc superl sg πιστικός 1 liquid neut nom/voc/acc superl sg πιστικός 2 faithful masc acc superl sg πιστικός 2 faithful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστικοῖς — πιστικός 1 liquid masc/neut dat pl πιστικός 2 faithful masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”